Γίνε η λίμνη...


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας σοφός γέροντας δάσκαλος. Είχε βαρεθεί να ακούει τον μαθητή του να παραπονιέται συνεχώς έτσι μια μέρα αποφάσισε να τον στείλει να του φέρει λίγο αλάτι.
Όταν εκείνος γύρισε πίσω, ο δάσκαλός του είπε να ρίξει μια γερή δόση σε ένα ποτήρι και μετά να το πιει.
Τι γεύση έχει;» ρώτησε ο δάσκαλος.

Το μενταγιόν - Μια ιστορία του 1940


Σβησμένα βογγητά ἔκαναν τόν Κυριάκο νά κόψει τό γρήγορο περπάτημά του. Κατέβασε ἀπότομα τό ὅπλο του ἀπ᾽ τόν ὦμο καί πῆρε θέση μάχης. Προχωροῦσε σάν τό λαγωνικό. Κάτω ἀπό τίς βαριέςἀρβύλες του σακατεύονταν πουρναρόκλαδα καί τσαλιά[1]. Κατέβαινε προσεκτικά τήν ἀπότομη πλαγιά ἀνοίγοντας δρόμο μέ τήν ξιφολόγχη του. Τά βογγητά δυνάμωναν˙ σημάδι πώς πλησίαζε σ᾽ἄνθρωπο. Ἔριξε ἕνα γύρω τή ματιά ἐρευνητικά κι ἄγρια. Τούτη τήν ὥρα τοῦ δειλινοῦ δύσκολα ξεχώριζε τίς σκιές ἀπό τά πράγματα. Προχωροῦσε περισσότερο μέ τήν ἀκοή παρά μέ τήν ὅραση.

Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται...




Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται,
πρέπει να αισθάνεται ότι είναι μικρό παιδί
και ο Θεός ο στοργικός Πατέρας ,
ό,τι και να Του γυρέψει θα του το δώσει, ο Καλός Θεός ,
εάν είναι προς όφελός του.


έροντας Παΐσιος)   

Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς, καὶ φρόνιμος μοναχός;


Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς, καὶ φρόνιμος μοναχὸς, ὃς τὴν θέρμην τὴν ἑαυτοῦ ἐφύλαξεν ἄσβεστον· καὶ μέχρι τῆς αὐτοῦ ἐξόδου καθ᾿ ἡμέραν [προστιθεὶς] πῦρ πυρὶ, καὶ θέρμην θέρμῃ, καὶ σπουδὴν σπουδῇ, καὶ πόθον πόθῳ οὐκ ἐπαύσατο;

* * *

Ποιὸς ἄραγε θὰ εἶναι ὁ πιστὸς καὶ φρόνιμος μοναχός, ὁ ὁποῖος τὴν πρώτη θέρμη θὰ τὴν κρατήση ἄσβεστη, καὶ δὲν θὰ παύση μέχρι τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου του, νὰ προσθέτη κάθε ἡμέρα φωτιὰ στὴν φωτιά, θέρμη στὴν θέρμη, πόθο στὸν πόθο καὶ προθυμία στὴν προθυμία;

(Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος)

Tῆς θείας ἀγάπης τό καντήλι...


Ἀπ’ τη στιγμή πού ὁ θεῖος ἔρωτας φλογίσει τήν ἀνθρώπινη καρδιά, ὅλα μέσα στόν ἄνθρωπο φωτίζονται, καί μεταμορφώνονται. Ὅλα γίνονται «θεοειδῆ». Προσοχή, νά  μή σβήσει ποτέ τῆς θείας ἀγάπης τό καντήλι.

(Μιχαήλ Μιχαηλίδη, Ἀσκητική τοῦ προσώπου)