Εξοφλήθηκε μ’ ένα ποτήρι γάλα


Ένας νεαρός φοιτητής της Ιατρικής για να καλύψει τα έξοδα των σπουδών του, αναγκαζόταν να πουλάει βιβλία. Μια μέρα, περιοδεύοντας σε μια αγροτική περιοχή, χτύπησε μεταξύ άλλων και την πόρτα μιας καλύβας. Στη νέα πού φάνηκε, πρότεινε να αγοράσει ένα βιβλίο.
– Όχι, ευχαριστώ, είπε η κοπέλα. Η μητέρα μου είναι χήρα και δεν έχουμε χρήματα γιά βιβλία.
 Τότε, θα μπορούσες να μού δώσεις ένα ποτήρι νερό; παρακάλεσε ο φοιτητής.
 Έχουμε ωραίο παγωμένο γάλα. Θα το προτιμούσατε; ρώτησε η κοπέλα.
Ο νέος ευχαριστήθηκε και ήπιε το γάλα. Όταν όμως θέλησε να πληρώσει, η χωριατοπούλα τού είπε:
 Όχι, κύριε. Η μητέρα μου είπε ότι πρέπει να είμαστε φιλόξενοι στους ξένους.
Πέρασαν χρόνια. Μια μέρα, μια άρρωστη γυναίκα μεταφέρθηκε σε μια κλινική. Ήταν βαριά άρρωστη. Ο χειρούργος, όταν την είδε, αναγνώρισε σ’ αυτήν την κοπέλα, πού τού είχε προσφέρει το ποτήρι το γάλα. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα γι’ αυτήν. Την έβαλε σε ξεχωριστό δωμάτιο και όρισε μια νοσοκόμα να την προσέχει. Πέρασαν εβδομάδες. Ένα πρωί η νοσοκόμα τής ανήγγειλε ότι μπορούσε να επιστρέψει σπίτι της. Ήταν τελείως καλά.
-Χαίρομαι, είπε η άρρωστη, σκέφτομαι όμως πώς θα μπορέσω να εξοφλήσω το λογαριασμό τής κλινικής. Η νοσοκόμα πήγε τότε και της έφερε το λογαριασμό. Ήταν αλήθεια ένα μεγάλο ποσό, όμως... κάτω, με κόκκινο μελάνι, έγραφε: «Εξοφλήθηκε μ’ ένα ποτήρι γάλα».