ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ - 1904


Στίς 13 Ὀκτωβρίου 1904, θυσιάστηκε γιά τήν πελευθέρωση τῆς Μακεδονίας στή Στάτιστα τῆς Καστοριᾶς,   μεγάλος Μακεδονομάχος ἥρωας Παῦλος Μελᾶς. θάνατός του συγκίνησε καί συγκλόνισε ὅλους τούς Ἕλληνες. Ξύπνησαν καί ἀφυπνίσθηκαν οἱ συνειδήσεις καί προέκυψε μέγα καλό. Ἔφυγε νωρίς Παῦλος Μελᾶς μόλις 34 ἐτῶν, ἀλλά ἔκανε σέ λίγα χρόνια τόσα πολλά!
Ἀλλά, ἄς δοῦμε ποιός ἦταν Παῦλος Μελᾶς κι πό ποῦ καταγόταν. π’ τίς καλύτερες οἰκογένειες τῆς ἡρωϊκῆς πείρου. προπάππος του Παῦλος, σκοτώθηκε κατά τήν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου σέ ἡλικία 36 ἐτῶν! παππούς του Γεώργιος Μελᾶς ἦταν στή Φιλική Ἑταιρία. σπουδαῖος πατέρας του λεγόταν Μιχαήλ Μελᾶς καί στά 1890 ἐξελέγη βουλευτής Ἀττικῆς καί πειτα δήμαρχος Ἀθηναίων. Παῦλος Μελᾶς γεννήθηκε πό τόν Μιχαήλ καί τήν Ἑλένη στα 1870 στή Μασσαλία καί σέ 4 χρόνια ἦρθε οἰκογένεια στήν Ἀθήνα. Ἦταν θαυμασία ψυχή κι πό μικρός ἔδειχνε τί θά γίνει σαν μεγάλωνε.
Στά 16 του χρόνια πῆγε στή Σχολή Εὐελπίδων, γιατί πίστευε ὅτι πό κεῖ θά μποροῦσε νά προσφέρει περισσότερα στήν πατρίδα.  ποφοίτησε ὡς ἀξιωματικός τοῦ πυροβολικοῦ καί παντρεύτηκε τήν Ναταλία τό γένος Δραγούμη καί πέκτησαν δύο παιδιά, τόν Μιχαήλ πού τόν φώναζαν Μίκη καί την Ζωή. Καί οἰκογένεια τῆς γυναίκας του, οἱ Δραγούμηδες, ἦταν σπουδαῖοι. Κατάγονταν άπό τά Γιάννενα. Πῆγαν μετά στό Βογατσικό  τῆς Καστοριᾶς. Εἶχαν μπεῖ κι αὐτοί στην Φιλική Ἑταιρία καί ἀγωνίζονταν γιά τήν σκλαβωμένη πατρίδα. Στέφανος Δραγούμης, πατέρας τῆς γυναίκας του, ἦταν δικηγόρος καί σπουδαῖος πολιτικός ἄνδρας. Διετέλεσε πουργός Ἐξωτερικῶν και Πρωθυπουργός.                                                     
γιός του Ἴων Δραγούμης, βοήθησε στόν Μακεδονικό Ἀγώνα ὅσο λίγοι. Ὅταν πῆγε ὥς πάλληλος στό Προξενεῖο μας στό Μοναστήρι στά Βιτόλια, ὀργάνωσε ἄριστα τήν ἄμυνα στήν Δυτική Μακεδονία.
Θά μπορούσαμε λοιπόν νά ποῦμε ὅτι, πορεία τῶν δύο οἰκογενειῶν ἦταν παράλληλη. Σπουδαῖες οἰκογένειες. Ἐνῶ ἦταν πλούσιοι, εὐγενεῖς καί θά μποροῦσαν, ἄν ἤθελαν, νά πιδοθοῦν στήν καταδαπάνηση τοῦ πλούτου τους, ἔζησαν μέ ὅραμα  τήν ἐλευθερία τοῦ δούλου γένους. Καί τά ἔδωσαν ὅλα. Και Παῦλος Μελᾶς νέος, ὡραῖος,  ἄφησε τήν οἰκογένειά του, τά πλούτη και τήν καριέρα του, γιά νἀγωνιστεῖ γιά τήν πελευθέρωση τῆς Μακεδονίας π’ την διπλή σκλαβιά: τῶν Τούρκων καί τῶν Βουλγάρων.
Μετά τήν μεγάλη θλίψη τῆς ἥττας πό τόν Ἑλληνοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1897 καί τούς ταπεινωτικούς  ὅρους πού πιβλήθηκαν στήν  Ἑλλάδα, γράφει στήν γυναίκα του Ναταλία, ποία τοῦ συμπαραστεκόταν καί τόν στήριζε πολύ: « θλίψις καί πόνος πού δοκιμάζω, ἐνισχύουν τήν λατρεία μου πρός τήν πατρίδαΝαί, πρέπει, ὅσοι ἀγαποῦν άκόμα τόν δυστυχῆ τοῦτον τόπον, νά ἐργαστοῦν πάσῃ δυνάμῃ διά νά σώσουν τό μέλλον του». Καί Ἴων Δραγούμης πό τό Μοναστήρι τονίζει στόν Παῦλο Μελᾶ: «πό κανένα κράτος τῆς Εὐρώπης, δέν ἔχομε νά περιμένουμε οὔτε βοήθεια, οὔτε τίποτε. Νά ξέρεις πώς εἴμαστε ἐντελῶς μόνοι μας. Κανείς δέν μᾶς βοηθεῖ καί ὅλοι μᾶς κτυποῦν. Γιατί λοιπόν νά μήν κάνουμε μόνοι μας ,τι πρέπει;».
Παῦλος Μελᾶς μαζί μέ τρεῖς ἀξιωματικούς πεσταλμένους τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης, ἔκανε ἀναγνωριστικό ταξίδι τόν Φεβρουάριο τοῦ 1904, μέ μεγάλη μυστικότητα, γιατί δέν πρεπε νά τούς ἀντιληφθοῦν οὔτε οἱ Τοῦρκοι κατακτητές οὔτε οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες. Πέρασαν μεγάλους κινδύνους καί πειρες δυσκολίες. Κρύβονταν τήν ἡμέρα σέ σπηλιές, σέ φαράγγια, σέ σπίτια γνωστά  καί ὁδοιποροῦσαν τήν νύχτα.
Καί Παῦλος Μελᾶς δέν ἦταν κανένας γυμνασμένος πολύ, κανένας πού νάχει μάθει στην κακοπάθεια καί στήν σκληραγωγία. Ὄχι! Ἦταν ἄνθρωπος καλομαθημένος,  ἀλλά εἶχε μεγάλη ψυχή καί πολλή ἀγάπη γιαὐτό πού πήγαινε να κάνει. Ἦταν τό ὅραμά του, στόχος του. Καί γράφει: «Καθώς πηγαίναμε στά βουνά καί στά λαγκάδια, πέφταμε πό βράχια κάτω, πέφταμε σέ λακκοῦβες μεγάλες, γεμίζαμε νερά, βρεχόμαστε ὁλόκληροι. Κι ὅταν βγαίναμε στήν ἄκρη, δέν εἴχαμε τίποτα πού νά μήν εἶναι βρεγμένο, νά σκουπίσουμε τουλάχιστον το πρόσωπό μας». Νηστικοί, διψασμένοι κατά  τρόπο φοβερό, γδαρμένοι, πονεμένοι, φοβισμένοι. «Κι ἦσαν στιγμές κατά τίς ποῖες, μοῦρχόταν νά γυρίσω πίσω», ἐξομολογεῖται στή  γυναίκα του στίς ὡραῖες πιστολές πού τῆς στέλνει, «νά τἀφήσω ὅλα. Μπαίναμε πολλές φορές σἐκκλησιές καί καθόμουν ἐκεῖ, οἱ ἄλλοι κοιμόντουσαν, μόνος μου καί προσευχόμουν καί παρακαλοῦσα καί αἰσθανόμουν δύσκολα καί δέν ἤξερα τί νά κάνω. Ἀλλά τήν ἄλλη στιγμή, ἐρχόταν μιά δύναμις Θεία, μιά δύναμις Οὐράνια, μέ συνέπαιρνε μοῦδινε φτερά, μἔκανε ἥρωα, μέ γέμιζε αὐτοπεποίθηση, θάρρος καί ἡρωϊσμό, λές καί τό χέρι τοῦ Θεοῦ με ὁδηγοῦσε καί μέ κατηύθυνε πρός ἐκεῖνο τό μέρος, τό σκλαβωμένο μέρος τῆς Μακεδονίας μας. Ἔφτασαν στο Βογατικό Καστοριάς. Βρῆκαν τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη ποῖος ἦταν ψυχή τῆς Καστοριᾶς.
Ὀργάνωσε τόν ἀγώνα, τά σχολεῖα, τά πάντα. Κι ἦταν μόνο 36 ἐτῶν. Γυρνοῦσε πάνω στἄλογο  σὅλα τά χωριά τῆς περιοχῆς του, κρατοῦσε τπλο του καί ἐμψύχωνε  τούς φοβισμένους Ἕλληνες. που πήγαινε Παῦλος Μελᾶς μαὐτούς πού τόν συνόδευαν, τούς ποδεχόντουσαν μέ κλάμματα, μέ συγκίνηση, μέ τρόπο περίγραπτο. Καθώς λοιπόν εἶχαν καταστρώσει τό σχέδιο τοῦ ἀγώνα καί ἦσαν ἕτοιμοι, ἔρχεται ἕνα ἔγγραφο πό τό Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου π’ τόν Ἴωνα Δραγούμη, πού ἔλεγε  στόν Παῦλο Μελᾶ, νά γυρίσει ξανά στήν Ἀθήνα. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ποπτευθεῖ τόν ἐρχομό τοῦ Παύλου Μελᾶ  στήν Μακεδονία καί τῶν ἄλλων ἀξιωματικῶν καί παίτησαν πό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση νά τούς ἀνακαλέσουν.
Τί νά κάνει τώρα Παῦλος Μελᾶς; Πόνεσε, στενοχωρήθηκε, Προσπάθησε νἀνακληθεῖ αὐτή ἐντολή, μά στάθηκε ἀδύνατο. Καί  σάν ἀξιωματικός ὄφειλε νά πακούσει. Ἦταν 29 Μαρτίου 1904. Ἦρθε ἐδῶ μέ πολλή στενοχώρια καί τούς μάλωσε. μόνη του χαρά ἦταν πού θάβλεπε τήν γυναίκα του καί τά παιδιά του. Ἔγινε καί Ἐθνική Ἑταιρία. Μάζευαν πλα, στρατολογοῦσαν ἐθελοντές, ἑτοίμαζαν κάθε χρειαζούμενο γιά τήν μεγάλη τήν ὥρα. Καί οἱ κυβερνῶντες οἱ περισσότεροι ἦταν δυσκολεμένοι. Δέν εἶχαν αἷμα καί ζωή πάνω τους, οὔτε ψυχή. Ἐκεῖνος ὅμως καί ἄλλοι ἀρκετοί εἶχαν κι αὐτό ἔφτανε. Ἑτοιμάστηκε λοιπόν και μετά  πό λίγο, ξαναέφυγε για την Μακεδονία. Πῆρε κάμποσες μέρες ἄδεια ὅτι τάχα θα πήγαινε ἀλλοῦ καί τόν Ἰούλιο τοῦ 1904 ἦλθε γιά 2η  φορά στή Μακεδονία  Παῦλος Μελᾶς μέ τό ψευδώνυμο Παῦλος Δέδες. Ἔφτασε ὡς τήν Κοζάνη, εἶχε διάφορες παφές καί ὀργάνωσε ἐράνους γιά νά συγκεντρωθοῦν χρήματα γιά νά ντυθοῦν οἱ πολεμιστές καί νἀγοράσουν πλα. Νά προσφέρουν πίσης σέ κάθε οἰκογένεια, πού προστάτης της θά ἔλειπε στό πέρτατο αὐτό καθῆκον, μιάμισυ λίρα τό μήνα, γιά νἀντιμετωπίζουν τά ἔξοδά τους. Ἦταν καί πρακτικός Παῦλος Μελᾶς. Φερόταν στούς σκλαβωμένους Ἕλληνες δημοκρατικά, μέ ἀγάπη, μέ ἀρχοντιά, μέ δικαιοσύνη. Καί πρόσφερε στίς χῆρες καί στά ὀρφανά, ,τι εἶχε. Τἄδινε ὅλα· ἔμενε ἄφραγκος. Ὀργάνωσε καλά τήν ἀντίσταση, ἔδωσε ὁδηγίες, ἔβαλε ἀρχηγούς. Καί ὕστερα; Τέλειωσε ἄδεια καί τόν ξανακάλεσαν.
πιστρέφοντας στήν Ἀθήνα τόν Ἰούλιο τοῦ 1904, βρῆκε τά πράγματα εὐνοϊκά, χωρίς νά τό περιμένει. Γιατί Ἑλληνική Κυβέρνηση, ποφάσισε νά λάβει ἐνεργό μέρος στόν Μακεδονικό Ἀγώνα. Στέλνει στή Θεσσαλονίκη τόν σπουδαῖο διπλωμάτη Λᾶμπρο Κορομηλᾶ μέ ἐξαίρετους συνεργάτες. Ἱδρύει στήν Ἀθήνα τό Μακεδονικό Κομιτᾶτο μέ πρόεδρο τό δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη καί ἀναθέτει τήν γενικήν ἀρχηγία τῶν σωμάτων σέ ποιόν ἄλλονΣτόν Παῦλο Μελᾶ.
Γίνεται πισήμως πλέον ἀρχηγός τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Ξεκινάει λοιπόν στίς 17 Αὐγούστου τοῦ 1904 καί σέ λίγες μέρες ἔφτασε στή Λάρισα. Ἐκεῖ ἑνώθηκε μέ ἄλλους πολεμιστές π’ τήν Κοζάνη καί τή Σιάτιστα· ἐκείνους πού εἶχε ὀργανώσει καί ἦρθαν εἰδοποιημένοι νά τόν συναντήσουν. Ἦταν ἕνα σῶμα πό 35 ποφασισμένους ἄνδρες. Λίγοι, ἀλλά μέ ψυχή καί μέ γενναιότητα. Χρησιμοποιεῖ  τό πολεμικό  ψευδώνυμο «καπετάν Μίκης Ζέζας» σύνθεση τῶν χαϊδευτικῶν ὀνομάτων τῶν ἀγαπημένων παιδιῶν του, Μιχαήλ καί Ζωῆς.
που διάβαινε, οἱ Μακεδόνες τόν δέχονταν ὥς ἄγγελο ἐλευθερωτή. πό ἀνώνυμο βιογράφο του διαβάζουμε: « φήμη του εἶχε ἐξαπλωθεῖ σὅλη τήν περιφέρεια. που ἤξεραν πώς θά τόν ἔβρισκαν, ἔρχονταν ἄνθρωποι νά τόν δοῦν καί τοῦ ἔφερναν τά παιδιά τους, νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι. Καί τοῦ ἔγραφαν  τέτοια  λόγια: «Καταλάβαμε τήν καλωσύνη σου καί εἴδαμε  τό φῶς τό ἀληθινό. Καί ἐγώ  εἶμαι μέ τἐσένα», τοῦ γράφει  κάποιος Μακεδών, « δοῦλος σου εἶμαι ».
Πῆγαν  σἕνα  χωριό στό Νερέτι. Κι ἦσαν μέσα οἱ κομιτατζῆδες σἕνα σπίτι. Τούς πολιόρκησαν ἀλλά δέν γινόταν τίποτα· ἦταν ταμπουρωμένοι γιά καλά. Μερικοί πό τούς συναγωνιστές τοῦ Παύλου, εἶπαν νά βάλουν φωτιά. Δέν  ἄφησε  Παῦλος γιατί  ἄκουσε  πώς ἦσαν μέσα γυναῖκες καί παιδιά· ἔστω καί τῶν ἐχθρῶν. Βλέποντας  πώς  δέν  κάνουν  τίποτα, ὕστερα πό 2 ὧρες, διέταξε νά σηκώσουν τήν πολιορκία γιά νά μήν ξημερώσει καί τούς προφτάσει στρατός ( τούρκικος: εἶχαν δυό μέτωπα).
Καί προχώρησαν. Ἔφτασαν στά Στρέμπαινα (στήν Ἀσπρόγεια) στήν πατρίδα τοῦ καπετάν Βαγγέλη τοῦ Στρεμπενιώτη, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα πρίν πάει Παῦλος Μελᾶς. Τοῦ παρουσίασαν τούς δολοφόνους τοῦ ἥρωα καπετάν Βαγγέλη. Ἔτρεμαν μπροστά του ξέροντας  ὅτι τούς περιμένει δίκαιη. Μελᾶς τους μίλησε αὐστηρά καί τέλος τούς εἶπε ὅτι τούς χαρίζει τή ζωή, ἀλλά νά ξέρουν πώς ἄν συνέχιζαν τό παίσιο ἔργο τους, ἔλεος πιά δέν θά πῆρχε. Ἐκεῖνοι κλαίγοντας ἐξέφρασαν τήν εὐγνωμοσύνη τους. ποσχέθηκαν ὅτι στό ἑξῆς δέν θά εἶναι πιά σχισματικοί, ἀλλά θἀνήκουν στο Πατριαρχεῖο  καί  ζήτησαν  συγχώρεση  γιά  τά  κακουργήματά τους. Τήν πομένη ἦρθε νά τόν δεῖ νεαρή χήρα τοῦ Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, μέ τό κοριτσάκι της τήν Εἰρήνη στήν ἀγκαλιά μόλις 2 ἐτῶν, κλαίγοντας παρηγόρητα, γιατί πως εἶπε στόν Παῦλο Μελᾶ, τό προηγούμενο βράδυ ἔμαθε ὅτι οἱ κομιτατζῆδες σκότωσαν τόν ἀδελφό της, δάσκαλο στό χωριό Μιλίβιτσα κοντά στό Μοναστήρι. Ἦρθε κι ἀδελφή τοῦ καπετάν Βαγγέλη νά τόν δεῖ. ἡρωϊκή Σοφία, πού τόσες φορές εἶχε βοηθήσει τόν ἀδελφό της στίς μάχες. Σοφία εἶπε στόν ἀρχηγό, τόν Παῦλο Μελᾶ, πώς μετά τήν δολοφονία τοῦ θείου της, τοῦ ἡρωϊκοῦ παπαΔημήτρη, ἀνυπεράσπιστο πιά τό χωριό, πέκυψε στίς πιέσεις τῶν Βουλγάρων καί προσχώρησε στήν Ἐξαρχία, διαφορετικά ζωή ὅλων θά κινδύνευε. Μά τώρα πού ἔβλεπαν τον ἀρχηγό κοντά τους, ὅλοι οἱ χωρικοί ξεθαρρεμένοι, ἔρχονται νά τοῦ δηλώσουν τήν πραγματική τους πίστη. Παῦλος Μελᾶς ἀφοῦ ἄκουσε συγκινημένος, συγκρότησε φρουρά πό 15 γενναῖα παλληκάρια, τά πλισε καί τἄφησε στό χωριό νά τό περασπίζονται. φήμη πώς ἀρχηγός τῶν Ἑλλήνων ἔφτασε πιά στή Μακεδονία, κάνει τούς Βουλγάρους νά φεύγουν πό παντοῦ τρομαγμένοι γιά νά κρυφτοῦν. Ἐνῶ οἱ Ἕλληνες, που περνοῦν, τρέχουν θαρραλέα νά τούς προϋπαντήσουν.            
Ἔφτασαν λοιπόν περνώντας τά χωριά, στή Στάτιστα Καστοριᾶς, πού μετέπειτα ὀνομάστηκε Μελᾶς, κατέλυσαν στό χωριό, κατάκοποι, μουσκεμένοι, σέ χωριστά σπίτια. Τήν πομένη, ἦρθε σπιτονοικοκυρά πού ἔμενε Μελᾶς καί τούς εἶπε ὅτι φάνηκε Τουρκικός στρατός. Τούς εἶχε προδώσει κομιτατζῆς ΜητροΒλάχος κι ἦρθαν νά συγκρουστοῦν μέ τούς Ἕλληνες ἀντάρτες. Δόθηκε σκληρή μάχη. Μελᾶς καθοδηγοῦσε ὅλους. Ἀντιστάθηκαν μέσα π’ τό σπίτι γενναῖα, ὥσπου νύχτωσε. Σάν καταλάγιασε μάχη, σκέφτηκαν νά κάνουν ἔξοδο μή καί βάλουν φωτιά στό σπίτι οἱ Τοῦρκοι καί καοῦν ζωντανοί. Πρῶτος Παῦλος Μελᾶς προχώρησε πρός τήν αὐλή. Τότε ἀκούστηκε ἕνας πυροβολισμός. Στράφηκε πρός τόν Πύρζα, τό πρωτοπαλλήκαρό του καί φώναξε: «Στή μέση μέ πῆρε παιδιά». Σύρθηκε καταματωμένος ὥς τό πόγειο τοῦ σπιτιοῦ, τόν ἅρπαξαν τά παλληκάρια του, τόν ἔφεραν μέσα. Πονοῦσε πολύ. Ἔνοιωθε τό τέλος του. Ἔβγαλε τόν σταυρό του π’ τό λαιμό, τόν ἔβαλε στά χέρια τοῦ πιστοῦ του Πύρζα: «Νά τόν δώσεις στή γυναίκα μουεἶπε. «Τό ντουφέκι μου στό γιό μου. Νά τούς πεῖς ὅτι ἔκανα τό καθῆκον μου». Ἔβγαλε  τίς φωτογραφίες τους καί τίς καταφιλοῦσε. Πονοῦσε, πονοῦσε. «Παιδιά, σκοτῶστε με», παρακαλοῦσε. «Πῶς θά μἀφήσετε στούς Τούρκους». «Δέν θά σἀφήσουμε ἀρχηγέ· κοντά σου εἴμαστε», ἔλεγε με σπαραγμό Πύρζας. Σέ λίγο ξεψύχησε μέσα στά χέρια του.
Ἦταν Τετάρτη 13 Ὀκτωβρίου 1904.

ΠΗΓΗ: ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Π. ΑΝΑΝΙΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ Π. ΜΕΛΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΖΩΗ ΠΙΤΑ