Τά δομικά ὑλικά



Τά δομικά ὑλικά τοῦ σώματός μου εἶναι τό χῶμα καί τόν νερό. Ὁ πηλός.
Τό πιό πρόχειρο καί εὐτελές ὑλικό. Μέ αὐτό φτιάχνουν τά φθηνά καί εὔθραυστα πήλινα σκέυη. Μέ πηλό φτιάχνουν τίς πλίνθες καί μ’ αὐτές κτίζουν λασποκαλύβες, γιά νά γκρεμισθοῦν στό πρῶτο φύσημα τοῦ ἀνέμου· γιά νά σωριαστοῦν στήν πρώτη νεροποντή...
«Χοῦν ἀπό τῆς γῆς», λοιπόν, πῆρε ὁ Δημιουργός καί ἔπλασε τό σῶμα μου. Καί μέ κανένα τρόπο δέν μπορῶ νά ξεχάσω τήν εὐτελῆ αὐτή καταγωγή τοῦ ὑπαρξιακοῦ μου σπιτιοῦ. «Ἐγώ εἰμί γῆ καί σποδός» ἔλεγε πάντα ὁ Ἀβραάμ (Γεν. ιη΄ 27). Καί ὁ Ἰώβ, φιλοσοφώντας στίς ὧρες τῆς δυστυχίας του, μονολογοῦσε «Πηλόν μέ ἔπλασες» (ι΄ 8).
Ποιό νόημα ἔχει τό γεγονός, ὅτι τό ἀνθρώπινο σῶμα μου εἶναι φτιαγμένο ἀπό πηλό;
Μέ τήν εὐτελῆ καταγωγή τοῦ σώματος θέλησε ὁ Δημιουργός νά καταθέση σάν βασικό στοιχεῖο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως τήν ταπείνωσι. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: Εἰ οὐδέποτε χωρίζῃ τῆς γῆς, ἀλλά συμπεφυκώς (=συνυφασμένος) εἶ τῇ γῇ, βαδίζεις ἐπί τῆς γῆς; ἐπαναπαύῃ ἐπί τῆς γῆς; δικάζῃ ἐπί τῆς γῆς; ἐγγύς ἔχεις τό ὑπόμνημα τῆς σεαυτοῦ ταπεινώσεως... ἰδέ τήν γῆν καί ἐνθυμήσθητι... οἶδα τίς εἰμι καί πόθεν εἰμί» (εἰς τόν Ἄνθρωπον, ὁμ. Β΄). Καί ἄν κάποτε ὁ ἄνθρωπος θελήση νά λησμονήση τήν ἀλήθεια τῆς καταγωγῆς τοῦ σώματός του, τοῦ τήν ὑπενθυμίζει ἡ γύρω του πραγματικότης. Γιατί κάθε τόσο βλέπομε γύρω μας ἀναρίθμητα ἀνθρώπινα πήλινα σκεύη νά θρυμματίζωνται· ἀμέτρητες ἀνθρώπινες λασποκαλύβες νά ἐρειπώνωνται ἀπ’ τόν τυφώνα τοῦ θανάτου. Καί μαζί μέ τόν Δαβίδ ὁμολογοῦμε: «Χοῦς ἐσμέν... ὅτι πνεῦμα (=βίαιος ἄνεμος) διῆλθεν ἐν αὐτῷ (=τῷ ἀνθρώπῳ) καί οὐχ ὑπάρξει καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον αὐτοῦ» (Ψαλμ. 102, 16). Ἡ σκόνη πού σηκώνεται κάθε φορά, καθώς φυσάει ὁ ἄνεμος εἶναι ὅ,τι ἀπομένει ἀπ’ τό δομικό ὑλικό τοῦ σώματός μου.
Μαζί ὅμως μέ τήν ταπείνωσι ἀνέμιξε ὁ Δημιουργός καί τήν μεγάλη τιμή. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Ὅταν στοχασθῆς τό δομικό ὑλικό σου, τόν πηλό, θά πῆς: τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ὅταν ὅμως σκεφθῆς ποιός ἦταν ὁ Δημιουργός σου θά πῆς: ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι μεγάλο. Γιατί, ὡς πρός τήν ὕλη εἶναι ἕνα μηδέν· ὡς πρός τήν τιμή ὅμως εἶναι κάτι τό μεγαλειώδες» (εἰς Ἄνθρωπον, ὁμ. Β΄). Γι’ αὐτό τό πρόχειρο καί εὐτελές πήλινο σκεῦος τῆς ὑπάρξεώς μου πόση στοργή καί τί μεγάλο ἐνδιαφέρον ἔδειξε καί δείχνει ὁ Δημιουργός μου! «Καί διά ρημάτων καί διά πραγμάτων πλείονα πάντων τῶν ὁρωμένων τήν περί τόν ἄνθρωπον κηδεμονίαν δεικνύς» (Γρηγ. Νύσσης, περί Ἀνθρώπου γενέσεως, ὁμ. Α΄).
Ἔκπληκτος μπροστά στό θαῦμα αὐτό τῆς θεϊκῆς τιμῆς, ἀλλά καί συγκαταβάσεως ὁ Δαβίδ ἀπορεῖ: «Τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ (ὁ Θεός) ἤ υἱός ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; ἡλάττωσας αὐτόν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους, δόξῃς καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν» (Ψαλμ. 8, 5-6). Σχολιάζοντας τό χωριό αὐτό ὁ Παπίνι γράφει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι λίγο πιό κάτω ἀπ’ τούς ἀγγέλους καί λίγο πιό πάνω ἀπ’ τό μηδέν.
Καθώς κυττάζω γιά μιά ἀκόμη φορά τό πήλινο σῶμα μου, αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στά χείλη μου ἡ ὁμολογία: «ἐγώ εἰμι γῆ καί σποδός». Εἶμαι ἔνα ἀδύνατο καί εὔθραυστο πλάσμα. Ἐμπρός στίς ἐκπληκτικές δυνάμεις τῶν στοιχείων καί τῶν ἄλλων δημιουργημάτων τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου εἶμαι ἕνα μηδέν. κατανοώντας ὅμως συγχρόνως τό μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ μου, διακηρύττω: «Μέγα ἄνθρωπος»!



Ἀπό τό βιβλίο «Ἀνεβαίνοντας», τοῦ μητροπολίτου Ἀχελώου Εὐθυμίου Στύλιου.