Γιά τόν Κυβερνήτη ὁ θῶκος ἦταν πρόσκλησις γιά θυσίες. Δέν ἤθελε νά ὑπάρχη ἀπόστασις καί διαφορά στόν τρόπο πού ζοῦσε ὁ ἴδιος ἀπό αὐτόν πού ζοῦσε ὁ λαός του.



Διάβασα κάπου:
­Εἰς τά 1828 ἐπῆγε ὁ Γ. Μαυρομιχάλης νά χαιρετήση τόν Ἰωάννη Καποδίστρια. Ἐφόρεσε τήν πιό ἀκριβή του φορεσιά, πού ἦταν ὅλο χρυσάφι.  Κυριολεκτικῶς, ἔλαμπε ἡ ἐμφάνισίς του.
Ὁ Κυβερνήτης τόν δέχθηκε ὡσάν πατέρας. Τοῦ εἶπε, ὅμως, κάποια στιγμή:
– ­Δέν σᾶς ἐπαινῶ γιά τά φορέματά σας. Τώρα εἶναι καιρός πού πρέπει νά φοροῦμε ζώνη δερμάτινη...
Καί τοὔδωσε καί ἄλλες πολλές καί σοφές συμβουλές.
Ὁ ἐπισκέπτης βγαίνοντας εἶπε εἰς ἕνα φίλο του:
– Σήμερα ὁ Κυβερνήτης μ’ ἔκανε νά ντραπῶ.

Καί σκέφθηκα:

Τ­ήν πρότασι πού εἶπε ὁ Μαυρομιχάλης «Ὁ Κυβερνήτης μ᾽ ἔκανε νά ντραπῶ». Μ᾽ ἔκανε νά ντραπῶ, γιατί καθρεφτίσθηκα στήν ζωή του. Ἦταν τόσο λιτή ἡ ζωή του! Ἦταν ταυτισμένη μέ τίς κακουχίες, τίς φτώχιες, τίς στερήσεις, τίς ταλαιπωρίες ἑνός λαοῦ καθῃμαγμένου, τόν ὁποῖο κυβερνοῦσε. 
Γιά τόν Κυβερνήτη ὁ θῶκος ἦταν πρόσκλησις γιά θυσίες. Δέν ἤθελε νά  ὑπάρχη ἀπόστασις καί διαφορά στόν τρόπο πού ζοῦσε ὁ ἴδιος ἀπό αὐτόν πού ζοῦσε ὁ λαός του.
Ὁ θρόνος του ἦταν προσφορά. Ὁ θρόνος του ἦταν ἀγωνίες. Ὁ θρόνος του ἦταν ἀγρυπνίες. Ὁ θρόνος του ἦταν ἀγῶνες. Ὁ θρόνος ἦταν ἀπογοήτευσις. Ὁ θρόνος του ἦταν μοναξιά, ἦταν σταυρός. Ὁ θρόνος του ἦταν μέριμνες, ἦταν ἀνιδιοτέλεια, ἦταν θυσίες.
Δέν ζήτησε τόν θρόνο. Ὅταν, ὅμως, κάθησε σ’ αὐτόν, τόν ἐλάμπρυνε, γιατί τούς ἀγκάλιασε ὅ­λους. Γιά τόν Καποδίστρια δέν ὑπῆρχαν οἱ «ἡμέτεροι», ὑπῆρχε τό συμφέρον τοῦ ἔθνους. 
«Μ᾽ ἔκανε νά ντραπῶ», γιατί ἡ εἰλικρίνεια τῆς παρατηρήσεώς του ἦταν πόνος, ἦταν καϋμός. Δέν εἶχε πρόθεσι νά μέ ἐξευτελίση γιά τήν ματαιοδοξία μου. Δέν εἶχε σκοπό καί διάθεσι νά μέ προσβάλη γιά τήν ἐπιπολαιότητά μου. Ἦταν συμβουλή ἀγάπης, ἦταν ὑπόδειξι πατρική, πού ἀπέβλεπε στήν βελτίωσί μου.

Τόν ὠνόμασαν «ἅγιο τῶν πολιτικῶν» γιά τήν καθαρότητά του, γιά τήν ἀνιδιοτέλειά του, γιά τήν θυσία του. Τάχα ἀποτελεῖ τό πέρασμά του ἀπό τήν ἱστορία μας, σέ μιά τόσο δύσκολη γά τήν πατρίδα μας καμπή, κόλαφο μόνο γιά τούς πολιτικούς μας, τούς ἐπιόρκους καί ἅρπαγες;
Μήπως μιά τέτοια βιοτή ἀποτελεῖ, πρέπει ν’ ἀποτελῆ σιωπηλή παραίνεσι καί γιά  ὅλους μας, τόν καθένα στό δικό του μετερίζι; 
Μήπως κάποιες κρίσεις -ὅποιας μορφῆς- πρέπει νά τροφοδοτοῦν τήν ἀνθρωπιά μας, τήν ἀλληλεγγύη μας, τήν διάθεσι προσφορᾶς καί θυσίας; Μήπως δέν θά πρέπει νά ὑπάρχη χτυπητή καί ἔντονη διαφορά στόν τρόπο ζωῆς μας ἀπό τούς συνανθρώπους μας τούς ἔχοντες ἀνάγκες; 
Ὁ Γ. Μαυρομιχάλης ὡμολόγησε πώς ντράπηκε, ἀπό τά λόγια, ἀπό τό παράδειγμα τοῦ Κυβερνήτη.
Μήπως λίγη ντροπή θά ἦταν ἀπαρχή ἀνανήψεως καί μετανοίας, μεταποιήσεως καί ἀναγεννήσεως;
Μήπως;

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 457, Μάρτιος 2011.