«…Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμά μου ἐπί τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. α΄ 46-48).
Tά λόγια αὐτά ἀποτελοῦν ἕναν ἀπό τούς ὡραιοτέρους ὕμνους πού περιλαμβάνει τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Εἶναι ἕνα ψυχικό ξεχείλισμα τῆς γλυκειᾶς μας Παναγίας κατά τήν συνάντησι πού εἶχε μέ τήν μητέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Νοιώθοντας τήν ἐπίσκεψι τοῦ Ἀγγέλου, πού ἦταν ἰδιαιτέρα εὔνοια τοῦ Θεοῦ, εἶπε: Ἄς εἶναι δοξασμένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέκφραστα. Γιατί ἐπέβλεψε ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. Σέ μένα τήν ταπεινή καί ἄσημη καί περιφρονημένη ἠθέλησε ὁ Θεός νά χαρίση αὐτή τήν εὐλογία. Νά μέ καταστήση ὄργανο τῆς χάριτός Του. Ὄργανο εἰς τήν ὑπηρεσία τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λυτρωτοῦ, γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Καί ἀπό τώρα θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές διά μέσου τῶν αἰώνων.
Ὁ μαγνήτης τῆς θείας Χάριτος
Οἱ γενεές τῶν γενεῶν διά μέσου τῶν αἰώνων προσερχόμενες θά τιμοῦν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Γιατί τήν τίμησε πρῶτα ὁ Τριαδικός Θεός, στέλνοντας τόν Ἄγγελο νά τῆς ἀναγγείλη τό χαρμόσυνο γεγονός, ὅτι Αὐτή θά γίνη τό δοχεῖο τῆς χάριτος καί θά κυοφορήση τόν Λυτρωτή τοῦ κόσμου.
Αὐτό πού ἥλκυσε τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, τήν ἰδιαιτέρα εὔνοια τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ βαθειά καί ἀπέραντη ταπείνωσις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Παναγία μας ἦταν ἡ ταπεινή καί ἄσημη κόρη τῆς Ναζαρέτ. Ἦταν ἡ ἁγνή νέα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἦταν τό χαριτωμένο μοσχοβόλο τριαντάφυλλο πού εὐωδίαζε ἀπό ἀρετή, ἀπό ἁγνότητα καί ἁγιότητα.
Καί ὁ μαγνήτης πού μαγνήτισε τήν χάρι τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ βαθειά, ἡ πηγαία καί ἀπέραντος ταπεινοφροσύνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Θά τήν μακαρίζουν οἱ γενεές τῶν γενεῶν διά μέσου τῶν αἰώνων. Κι ἐμεῖς σήμερα τήν μακαρίζουμε καί προσβλέποντες στό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου διακρίνουμε τήν ὑψίστη αὐτή τῶν ἀρετῶν πού εἶναι ἡ βαθειά ταπεινοφροσύνη.
Αὐτήν τήν ταπεινοφροσύνη μακάρισε καί ὁ Κύριός μας στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄, 3). Εἶναι ἕνας μακαρισμός ἰδιαιτέρως παρεξηγημένος καί ἀκατανόητος γιά τούς πολλούς ἀνθρώπους. Διότι νομίζουν ὅτι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι εἶναι οἱ λωλοί, αὐτοί πού ἔχασαν τό λογικό τους, πού δέν μποροῦν νά κυβερνήσουν τόν ἑαυτό τους καί παρασύρονται ἀπό τήν ἔλλειψι τῆς λογικῆς σέ ὁποιαδήποτε πρᾶξι. Αὐτό ἀποτελεῖ ὕβρι γιά τόν Κύριό μας.
Δέν μακαρίζει τούς λωλούς. Εἶναι πλάσματα βεβαίως κι αὐτά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά μακαρίζει τούς ταπεινούς, τούς πτωχούς τῷ πνεύματι, τῶν ὁποίων ἡ καρδιά ἐσυλήθη ἀπό τούς ληστάς. Τῶν ὁποίων ὁ θησαυρός τῆς ψυχῆς ἐκουρσεύθη, γιατί τόν κούρσευσαν οἱ κουρσάροι καί εἶναι τώρα ἕνα πλάσμα πτωχό ἀπό ἀρετή, ἀπό ἁγιότητα, ἀπό ἁγνότητα, ἀπό καθαρότητα, ἀπό ἐντιμότητα. Γυμνό ἀπό τόν πνευματικό θησαυρό. Αὐτούς τούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους ἐσύλησε ὁ δαίμονας κι αὐτούς πού τά πονηρά πνεύματα κούρσευσαν τόν θησαυρό τῆς ψυχῆς των καί ἔνοιωσαν τήν φτώχεια τους καί εἶδαν τήν γύμνια τους καί ἦρθαν σέ συναίσθησι καί ἦρθαν σέ αὐτογνωσία καί ἦρθαν σέ ἐπίγνωσι τῆς καταστάσεως, αὐτούς ἀκριβῶς μακαρίζει. Δηλαδή τούς ταπεινούς ἀνθρώπους πού νοιώθουν τήν γυμνότητά τους, συναισθάνονται τήν ἁμαρτωλότητά τους, βλέπουν τίς ἐλλείψεις, τίς ἀδυναμίες, τά πάθη, καί τότε χτυποῦν τά στήθη καί λένε: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ναί, ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ ἀρετή πού χαρακτηρίζει τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλά καί αὐτή τήν ὁποία ὁ Κύριός μας μακαρίζει καί εὔχεται σέ ὅλα τά πλάσματά Του.
Ἀπό τό βιβλίο Ὁ γλυκασμός τῶν Ἀγγέλων, τοῦ Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου,
Ἔκδοσις Ὀρθ. Χριστ. Ἀδελφότητος «ΛΥΔΙΑ».